Απόλλων

  • Απόλλωνας και Μούσες

Η γέννηση του Απόλλωνος

Ο Ησίοδος στη Θεογονία (918) μας παραδίδει ότι η Λητώ γέννησε σμίγοντας ερωτικά με τον αιγιόχοιο Δία τον Απόλλωνα και την Άρτεμη την ιοχέαιρα, τα πιο γοητευτικά παιδιά ανάμεσα στα εγγόνια του ουρανού («ΛΗΤΩ Δ' ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΚΑΙ ΑΡΤΕΜΙΝ ΙΟΧΕΑΙΡΑΝ ΙΜΕΡΟΕΝΤΑ ΓΟΝΟΝ ΠΕΡΙ ΠΑΝΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝΩΝ. ΓΕΙΝΑΤΟ, ΑΙΓΙΟΧΟΙΟ ΔΙΟΣ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΜΙΓΕΙΣΑ».

Ο Ομηρικός Ύμνος εξυμνώντας τον θεό, μας διηγείται ότι η Λητώ γέννησε τον άνακτα Απόλλωνα στην πετρώδη Δήλο έχοντας πλαγιάσει σε ψηλό όρος, στον Κύνθιο λόφο, πολύ κοντά σε φοίνικα στα ρείθρα του Ινωπού και την ιοχέαιρα Άρτεμη στην Ορτυγία:

«Ή θα εξυμνήσω πως σε γέννησε η Λητώ χαρά για τους θνητούς,
σαν κατακλίθηκε στ' όρος του Κύνθου στο πετρόσπαρτο νησί
στη Δήλο την περίβρεχτη; τότε στις δυο πλευρές της μαύρο κύμα
ξεχύνονταν απ' τους ανέμους που σφυρίζαν στη στεριά·
από εδώ κινώντας βασιλεύεις σ' όλους τους θνητούς.
Κι όσους η Κρήτη εντός της έχει κι ο δήμος της Αθήνας
και το νησί της Αίγινας και η περιβόητη για τα πλοία της Εύβοια
και οι Αιγές και οι Ειρεσίες και η παράλια Πεπάρηθος
κι ο Θρακικός ο Άθως και του απηλίου οι ακροκορφές
και η Σαμοθράκη και της Ίδης τα βαθύσκια όρη
η Σκύρος και η Φώκαια και τ' απόκρημνο της Αυτοκάνης όρος
και η Ίμβρος η ομορφοχτισμένη και η Λήμνος η ομιχλώδης
και η πανίερη Λέσβος τόπος του Μάκαρος Αιολίωνος
και η Χίος, αυτή απ' τα νησιά η πιο εύφορη στη θάλασσα που κείται,
κι ο απότομος ο Μίμας και τα υψηλόκορφα ακρωτήρια του Κωρύκου
και η αχτιδοβόλα Κλάρος και το απόκρημνο της Αισαγέης όρος
και η Σάμος η υδρηλή και της Μυκάλης οι απότομες κορφές
και η Μίλητος και η Κως, πατρίδα των θνητών Μερόπων,
και η Κνίδος η απόκρημνη και η Κάρπαθος η ανεμόδαρτη
η Νάξος και η Πάρος και η πετρώδης Ρήναια,
τόσους ικέτευσε, κοιλοπονώντας η Λητώ τον Εκηβόλο, τόπους
αν κάποιος θάθελε απ' αυτούς γενέτειρα του γιού της νάναι.
Όμως αυτοί πολύ τρομάξαν και φοβήθηκαν, ούτε κανείς τους τόλμησε
τον Φοίβο να δεχτεί παρόλο που ήταν εύφοροι
ως ότου πια η σεβαστή Λητώ στη Δήλο έφτασε,
κι αφού την ρώτησε της είπε λόγια φτερωτά·
Ώ Δήλο μη και θάθελες να γίνεις έδρα του δικού μου γιού
του Φοίβου Απόλλωνα, και να του ιδρύσεις πλούσιο ναό·
ξένος κανείς ποτέ δεν θα σε πλησιάσει, ούτε θα σε προσέξει,
ούτε νομίζω πως πολύβοϊδη και πολυπρόβατη θα είσαι,
ούτε σταφύλια θα παράγεις, ούτε μύρια φυτά θα ξεφυτρώσεις.
Αν όμως θάχεις το ναό του μακροβόλου Απόλλωνα
οι άνθρωποι όλοι θα σου φέρνουν εκατόμβες
εδώ συναθροισμένοι, και κνίσσα πάμπολλη αδιάκοπα
από το λίπος θ' ανεβαίνει, κι όσους σε κατοικούνε θα τους τρέφεις
από αλλότριο χέρι, γιατί εσύ δεν έχεις γονιμότητα στο έδαφος.
Έτσι είπε· τότε η Δήλος χάρηκε κι ανταπαντώντας μίλησε·
Λητώ ενδοξότατη του Κοίου του μεγάλου θυγατέρα,
ευπρόσδεκτα του μακροβόλου άνακτα τη γέννα
θα τη δεχόμουναΉ θα εξυμνήσω πως σε γέννησε η Λητώ χαρά για τους θνητούς,
σαν κατακλίθηκε στ' όρος του Κύνθου στο πετρόσπαρτο νησί
στη Δήλο την περίβρεχτη; τότε στις δυο πλευρές της μαύρο κύμα
ξεχύνονταν απ' τους ανέμους που σφυρίζαν στη στεριά·
από εδώ κινώντας βασιλεύεις σ' όλους τους θνητούς.
Κι όσους η Κρήτη εντός της έχει κι ο δήμος της Αθήνας
και το νησί της Αίγινας και η περιβόητη για τα πλοία της Εύβοια
και οι Αιγές και οι Ειρεσίες και η παράλια Πεπάρηθος
κι ο Θρακικός ο Άθως και του απηλίου οι ακροκορφές
και η Σαμοθράκη και της Ίδης τα βαθύσκια όρη
η Σκύρος και η Φώκαια και τ' απόκρημνο της Αυτοκάνης όρος
και η Ίμβρος η ομορφοχτισμένη και η Λήμνος η ομιχλώδης
και η πανίερη Λέσβος τόπος του Μάκαρος Αιολίωνος
και η Χίος, αυτή απ' τα νησιά η πιο εύφορη στη θάλασσα που κείται,
κι ο απότομος ο Μίμας και τα υψηλόκορφα ακρωτήρια του Κωρύκου
και η αχτιδοβόλα Κλάρος και το απόκρημνο της Αισαγέης όρος
και η Σάμος η υδρηλή και της Μυκάλης οι απότομες κορφές
και η Μίλητος και η Κως, πατρίδα των θνητών Μερόπων,
και η Κνίδος η απόκρημνη και η Κάρπαθος η ανεμόδαρτη
η Νάξος και η Πάρος και η πετρώδης Ρήναια,
τόσους ικέτευσε, κοιλοπονώντας η Λητώ τον Εκηβόλο, τόπους
αν κάποιος θάθελε απ' αυτούς γενέτειρα του γιού της νάναι.
Όμως αυτοί πολύ τρομάξαν και φοβήθηκαν, ούτε κανείς τους τόλμησε
τον Φοίβο να δεχτεί παρόλο που ήταν εύφοροι
ως ότου πια η σεβαστή Λητώ στη Δήλο έφτασε,
κι αφού την ρώτησε της είπε λόγια φτερωτά·
Ώ Δήλο μη και θάθελες να γίνεις έδρα του δικού μου γιού
του Φοίβου Απόλλωνα, και να του ιδρύσεις πλούσιο ναό·
ξένος κανείς ποτέ δεν θα σε πλησιάσει, ούτε θα σε προσέξει,
ούτε νομίζω πως πολύβοϊδη και πολυπρόβατη θα είσαι,
ούτε σταφύλια θα παράγεις, ούτε μύρια φυτά θα ξεφυτρώσεις.
Αν όμως θάχεις το ναό του μακροβόλου Απόλλωνα
οι άνθρωποι όλοι θα σου φέρνουν εκατόμβες
εδώ συναθροισμένοι, και κνίσσα πάμπολλη αδιάκοπα
από το λίπος θ' ανεβαίνει, κι όσους σε κατοικούνε θα τους τρέφεις
από αλλότριο χέρι, γιατί εσύ δεν έχεις γονιμότητα στο έδαφος.
Έτσι είπε· τότε η Δήλος χάρηκε κι ανταπαντώντας μίλησε·
Λητώ ενδοξότατη του Κοίου του μεγάλου θυγατέρα,
ευπρόσδεκτα του μακροβόλου άνακτα τη γέννα
θα τη δεχόμουνα· γιατί πολύ στ' αλήθεια είμαι δυσώνυμη
για τους ανθρώπους, κι έτσι αμέσως θα γινόμουν πολυτίμητη.
Αλλά Λητώ τρομάζω αυτό το πράγμα, και δεν θα στ' αποκρύψω·
διότι λένε πως πολύ ατιθάσευτος ο Απόλλων
θα είναι, και κρατερά θα πρυτανεύει στους αθάνατους
και σε θνητούς ανθρώπους στην πλουτοδότρα γη επάνω.
Γι' αυτό φοβούμαι τρομερά στο νου και στην ψυχή μου
μη κι όταν δει πρώτη φορά του ήλιου το φως
αφού τη νήσο επιτιμήσει, γιατί πραγματικά πετρόσπαρτη είμαι,
αναποδογυρίζοντάς με, με τα πόδια θα με σπρώξει στα πελάγη.
Τότε πελώριο κύμα ολόκληρη για πάντα
εμέ θα κατακλύσει, ενώ θα φτάσει αυτός σε τόπον άλλο που του αρέσει
να φτιάξει και ναό και άλση πολύδενδρα·
χταπόδια στα θαλάμια μου και μαύρες φώκιες
θα κάνουν τη φωλιά τους, αμέριμνα απ' την απουσία των ανθρώπων·
αλλ' αν αποφασίσεις ώ θεά μεγάλον όρκο να μου δώσεις
εδώ πρώτα να ιδρύσει αυτός ναό περικαλλή
νάναι χρηστήριο των ανθρώπων κι έπειτα
όλης της ανθρωπότητας, γιατί στ' αλήθεια θάναι πολυθρύλητος.
Έτσι είπε· και η Λητώ τον μέγα όρκο των θεών ορκίστηκε·
μάρτυρας τώρα η γής αυτή και πάνωθεν ο ουρανός ο ευρύς
και το ύδωρ της Στυγός το αργοκύλιστο, που ο πιο μεγάλος
κι ο πιο φοβερός όρκος είναι στους μακάριους θεούς·
στ' αλήθεια εδώ του Φοίβου θάναι πάντοτε ο εύοσμος
βωμός και τέμενος, κι εξαίρετα θα σε τιμήσει εσένα παν' απ' όλους.
Αλλ' όταν πια ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο
η Δήλος πολύ χάρηκε για του μακρόβολου άνακτα τη γέννα,
κι εννέα μέρες η Λητώ κι εννέα νύχτες από ανέλπιστες
είχε περονιασθή ωδίνες· και όλες οι θεές παραβρεθήκανε εκεί
όσες άριστες ήτανε, και η Διώνη και η Ρέα
και η Ιχναία Θέμις και η πολυστέναχτη Αμφιτρίτη,
και οι άλλες οι αθάνατες εκτός της λευκοχέρας Ήρας·
γιατί αυτή καθότανε στα μέγαρα του νεφελοσυνάχτη Δία.
Μονάχα η λοχεύτρια Ειλείθυια δεν τόχε μάθει·
γιατί στην άκρια κάθονταν του Ολύμπου κάτω από νέφη χρυσαφιά
από πρόνοια της Ήρας της λευκώλενης, που την εμπόδισε
λόγω ζηλοτυπίας, που δυνατό κι άψογο γιό
η ομορφοπλόκαμη Λητώ έμελλε να γεννήσει.
Και τότε αυτές απ' την καλοχτισμένη νήσο στείλανε την Ίριδα
να φέρει την Ειλείθυια , υποσχόμενες μεγάλο περιδέραιο
εννιάπηχο από χρυσές κλωστές αρμαθιασμένο·
να την καλέσει τότε πρότρεψαν κρυφά απ' την Ήρα τη λευκώλενη
μήπως και με τα λόγια την απότρεπε να πάει.
Κι όταν λοιπόν το άκουσε η ανεμοπόδαρη γρήγορη Ίρις
αρχίνησε να τρέχει και μεμιας όλο το διάστημα διάνυσε.
Κι όταν στων θεών την έδρα, στον απόκρημνο Όλυμπο έφτασε
γρήγορα την Ειλείθυια έξω απ' τη θύρα του μεγάρου
αφού την κάλεσε της είπε λόγια φτερωτά
όλα ως παράγγειλαν αυτές που κατοικούν στα Ολύμπια δώματα.
Έτσι λοιπόν στα στήθη την καρδιά της μετέπεισε,
και βημάτιζαν όμοιες με φοβισμένα αγριοπερίστερα.
Κι ως πήγαινε η λοχεύτρια Ειλείθυια προς τη Δήλο,
τότε κι ο τοκετός έσφιξε τη Λητώ κι ήθελε να γεννήσει.
Αγκάλιασε τον φοίνικα και στήριξε τα γόνατα
στο τρυφερό λιβάδι, και η γή από κάτω της μειδίασε·
και σαν αυτός ήρθε στο φως, όλες μαζί αλαλάξαν οι θεές.
Τότε λοιπόν ώ φωτοδότη Φοίβε σ' έλουσαν οι θεές με πεντακάθαρο νεό
αγνά και άμωμα και σε ύφασμα λευκό σε σπαργανώσαν
λεπτόυφαντο καινούργιο· και σε χρυσή φασκιά σε τύλιξαν.
Ούτε και θήλασε η μητέρα του τον χρυσότοξο Απόλλωνα,
αλλά η Θέμις νέκταρ και Αμβροσία θεόγευστη
πρόσφερε με τ' αθάνατά της χέρια· τότε χάρηκε η Λητώ
που τεκνοποίησε ρωμαλέο και τοξοφόρο γιό.
Αλλ' όμως όταν καταβρόχθισες ώ Φοίβε την αθάνατη τροφή,
δεν σε κρατούσαν πια οι χρυσές φασκιές καθώς σπαρτάραγες,
ούτε δεσμά σ' εμπόδιζαν και λύνονταν όλα τα σπάργανα.
Και στις αθάνατες ευθύς ο Απόλλων Φοίβος μίλησε·
είθε η κιθάρα και τα τόξα τα καμπύλα να μου είναι προσφιλή
και θα χρησμοδοτήσω στους ανθρώπους την αλάνθαστη βουλή του Δία.
Αυτά σαν είπε βάδισε η ευρύδρομη γη
ο ακούρευτος ο μακροβόλος Φοίβος· κι όλες πια τότε
θαμπώθηκαν οι αθάνατες θεές και με χρυσάφι η Δήλος όλη
εγέμισε καθώς του Δία και της Λητώς τον γόνο εθώρει,
από χαρά γιατί προτίμησε ο Θεός αυτή γενέτειρά του νάναι
απ' τις στεριές κι απ' τα νησιά, και πιο πολύ μες στην καρδιά του την αγάπησε.
Κι άνθισε τότε όπως η κορφή του όρους με άνθη του δρυμού.»

 

Ευρετήριο