Δίας
Η γέννηση του Διός
Για τη γέννηση του Διός ο Ησίοδος διηγείται στη Θεογονία (453): «Κι η Ρέα στην εξουσία του Κρόνου μπήκε και γέννησέ του τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλην Ήρα και τον Άδη το μεγαλοδύναμο πόχει τ' ανάχτορά του κάτου από τη γη και την καρδιάν αλύγιστη, και το βροντόχτυπο τον Κοσμοσείστη, και τον Δία με το βαθύ μυαλό, πατέρα των θεών και ανθρώπων, που κάτου απ' τη βροντή του ολάκερη τραντάζεται η πελώρια γης ως πέρα.
Κι' αυτούς τον έναν ύστερ' απ' τον άλλον τους εκατάπινεν ο μέγας Κρόνος, μόλις καθείς τους απ' την ιερή κοιλιά της μάννας εκατέβαινε στα γόνατά της. Έτρεμεν η καρδιά του μη κανένας άλλος απ' αυτόν, απ' τα δοξασμένα τ' Ουρανού τ' αγγόνια, πάρη μέσ' στους αθάνατους του βασιλιά τ' αξίωμα. Γιατί είχε μάθει από τη Γή κι απ' τον αστρόπληθο τον Ουρανό, πως του ήταν πεπρωμένο κάποτε να νικηθή από το παιδί του κι ας ήταν ο ίδιος ισχυρός - απ' του μεγάλου Δία το θέλημα. Έτσι λοιπόν, μ' άγρυπνο μάτι, αυτός στη βάρδια κι όλο προσμένοντας, τα τέκνα του κατάπινε· μα και τη Ρέαν ακοίμητος καημός την τυραννούσε. Αλλά σαν ήρθε κι η στιγμή το Δία τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων να γεννήση, δίχως είδηση να πάρη εκείνος, για να πληρώση τις κατάρες του πατέρα του και των παιδιών του που κατάπινεν ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου του. Κι αυτοί στης ακριβής τους θυγατέρας πρόθυμα το λόγο γύρανε τ' αυτί και συμφωνήσαν, κι ένα προς ένα της ιστόρησαν, όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο γυρ' απ' τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο με την ατρόμητη καρδιά του. Και την εστείλανε λοιπόν στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα, τη μέρα που ήταν να γεννήση το πιο νέο απ' τα παιδιά της, το μεγάλο Δία· και δέχτηκε το βρέφος η πελώρια Γή στην Κρήτη τη μεγάλη να τον Θρέψη και να τον φροντίζη. Και τότε, μέσ' απ' της γρήγορης νύχτας τα σκότη φέρνοντάς τον, ήρθε στη Λύκτο πρώτα· και παίρνοντάς τον με το χέρι της, σ' απάτητη τον έκρυψε σπηλιά μέσα στης άγριας γης τα βάθη, στο Αιγαίο βουνό το κατασκέπαστο από βλάστηση. Και στ' Ουρανού το γιο, στον μέγαν άνακτα, στον πρώτο βασιλέα των θεών, σπαργάνωσε ένα μεγάλο λιθάρι και του τώδωσε χέρι με χέρι· και κείνος τότε παίρνοντας στα χέρια του, τόρριξε στην κοιλιά του, ο δύστυχος!-Και δεν του πέρασε απ' το νου πως για κατόπι, αντί του λιθαριού, έμεν' ο γιος του χωρίς τίποτε να πάθη, ο γιος του ο ακατανίκητος, που μιαν ημέρα με τα χέρια και τη δύναμή του τον πατέρα του νικώντας θα τον γκρέμιζε απ' τ' αξίωμά του, και θα γινόταν βασιλιάς αυτός μέσ' στους αθάνατους.
Γοργά-γοργά κατόπιν η ζωή και τα εξαίσια μέλη μεγαλώναν του θεού· και χρόνοι σαν γυρίσανε πολλοί, απ' την κοιλιά του ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου ανέβασε και πάλι τη γενιά του, από τις τέχνες και τη δύναμη του γιού του νικημένος. Και πρώτα - πρώτα το λιθάρι ξέρασε που τόχε καταπιεί στερνό, κι ο Δίας το πήρε και το στήριξεν επάνω στην πλατύδρομη τη Γή μέσ' στην αγία Πυθώνα, κάτ' από τις πλαγιές του Παρνασού, σημάδι ν' απομείνη αιώνιο και οι άνθρωποι οι θνητοί να το θαυμάζουν.
[Κι έλυσε του πατέρα του τ' αδέλφια αυτός απ' τα πικρά δεσμά τους, τα τέκνα τ' Ουρανού, που τάδεσε ο πατέρας του στους παραλογισμούς του· κι αυτοί δεν λησμονήσανε τη χάρι τούτη της ευεργεσίας, μα τη βροντή του δώσανε, τον κεραυνό που κατακαίει τα πάντα και την αστραπή, που πρώτα τάκρυβεν η Γή, και που σ' αυτά βασίζεται και στους θνητούς και στους αθάνατους ο Δίας βασιλεύει].» (μετάφραση Π. Λεκατσάς)
Ο Καλλίμαχος στον Ύμνο εις Δία αναφέρει: «Πώς να τον εξυμνύσουμε· ως Δικταίο ή Λυκαίο;» και συνεχίζει «στης Ίδης τα όρη λένε πως γεννήθηκες· στην Αρκαδία άλλοι λένε. ω Δία....Μα εσένα στο Παρράσιο σε γέννησε η Ρέα, όπου ένα βουνό υψώνεται με θάμνους σκεπασμένο, γι' αυτό και είναι ο χώρος ιερός. Κανένα ερπετό που χρειάζεται την Ειλείθυια, μα ούτε και γυναίκα πάει εκεί, αλλά της Ρέας λεχώνιο τόπο τον αποκαλούν οι Απιδανοί. Γιατί απ' τους μεγάλους κόλπους της εδώ σε απόθεσε η μητέρα κι αμέσως έψαξε να βρει τρεχούμενο νερό για να ξεπλύνει τα λύματα του τοκετού και εκεί να λούσει το δικό σου σώμα. Ο Λάδων δεν ήταν ακόμη μέγας, ούτε κι ο Ερύμανθος, ο λευκότατος των ποταμών, γιατί άνυδρη ήταν ακόμη η Αρκαδία όλη. Μα εύυδρη θα ονομαζόταν έπειτα, γιατί εκεί, όταν η Ρέα έλυσε τη ζώνη, πολλές γέρικες βελανιδιές σάρωσε το φουσκωμένο ρεύμα του Ιάονα και ο Μέλας παρέσυρε άμαξες πολλές και πολλά ερπετά έστησαν τις φωλιές τους πάνω απ' το δροσερό Καρνίωνα και διάβαινε κανείς πεζός πάνω απ' τον Κράθι και τη βραχώδη Μετώπη διψασμένος, ενώ πολύ νερό βρισκόταν κάτω απ' τα πόδια του. Και τότε, αμηχανία νιώθοντας η σεπτή Ρέα, φώναξε: "Φίλη Γαία, γέννησε κι εσύ· ελαφρές είναι οι δικές σου ωδίνες". Έτσι είπε και τεντώνοντας ψηλά το πελώριο χέρι της, κτύπησε με το σκήπτρο το βουνό. Κι αυτό χωρίστηκε πλατιά και μεγάλο ρεύμα ξεχύθηκε από κει. Αφού έπλυνε το σώμα σου, ω άνακτα, έπειτα το σπαργάνωσε και σε έδωσε στη Νέδη να σε φέρει σε κρητικό κρυψώνα, για να ανατρέφεσαι εκεί κρυφά. Αυτή ήταν η πρεσβύτερη από τις νύμφες που βοήθησαν στον τοκετό κι από την πρώτη βέβαια γενιά, μετά τη Φιλύρα και τη Στύγα. Ούτε κούφια ήταν η χάρη που της απέδωσε η θεά, αλλά το ρεύμα εκείνο Νέδη το ονόμασε. Και φέρνοντάς σε στην Κνωσσό, Δία πατέρα, σε άφησε η Νύμφη στις Θενές - που ήταν πλησίον της Κνωσσού- και κει ακριβώς ο ομφαλός σου έπεσε. Γι' αυτό μετέπειτα οι Κύδωνες Ομφάλιο πεδίο ονόμασαν το μέρος. Μα εσένα, Δία, των Κορυβάντων οι συντρόφισσες, οι Δικταίες Μελίες, σε δέχθηκαν στην αγκαλιά τους κι η Αδράστεια σε αποκοίμισε σε χρυσό λίκνο. Συ θήλασες απ' τον παχύ μαστό της γίδας Αμαλθείας κι έφαγες γλυκιά κηρήθρα, γιατί είχαν γίνει ξαφνικά της Πανακρίδος μέλισσας τα έργα στα Ιδαία όρη, που και Πάνακρα τα λένε. Κι αδιάκοπα οι Κουρήτες χόρευαν την πρύλι κρούοντας τα όπλα, για να ακούει ο Κρόνος τον ήχο των ασπίδων κι όχι τις παιδικές φωνές σου. Θαυμάσια αναπτύχθηκες κι ωραία ανατράφηκες, ουράνιε Δία. Σύντομα έφθασες στην εφηβεία και γρήγορα εμφανίστηκαν τα γένεια σου. Αλλά κι από παιδί τέλεια τα σκέφθηκες όλα.»
Ο Παυσανίας κατά την Περιήγησή του στην Αρκαδία μας περιγράφει (Αρκαδικά 8.36) ότι σύμφωνα με τους μεθιδριείς η Ρέα, όταν ήταν έγκυος στο Δία, πήγε στο Θαυμάσιο όρος, που βρίσκεται πέραν του ποταμού Μαλοίτα. Η Ρέα είχε προετοιμάσει τον Οπλάδαμο και τους περί αυτόν γίγαντες να σπεύσουν προς βοήθειά της, αν ο Κρόνος έρχονταν εναντίον της. Επίσης αναφέρει ότι η Ρέα γέννησε σ' ένα μέρος του Λυκαίου, η εξαπάτηση όμως του Κρόνου και η παραδιδόμενη αντικατάσταση του παιδιού με πέτρα έγινε στο Θαυμάσιο όρος. Επίσης ο Παυσανίας διασώζει ότι δίπλα στην κορυφή του βουνού υπήρχε μια σπηλιά της Ρέας, στην οποία δεν επιτρεπότανι να μπει άλλος εκτός από γυναίκες αφιερωμένες στη θεά.