Θεογάμια «2015»
«Αθάνατε, πολυτίμητε Ζεύ, σκηπτούχε άναξ,
αρχή πάντων, αυξητά, ταξιθέτα,
ποικιλόμορφε φύλαξ βίου βροτών
και Ήρα παμβασίλεια,
ανθεία ψυχοτρόφε, μακαρία Θεά,
Γαμηλία δέσποινα,
μόλοιτε ημίν και χάριν σπονδών
δότε θρησκευταίς
ευβουλία, ευθυμία, βίο ευδαίμονα,
πλήρη ειρήνης, υγείας και πίστεως.»
Την Ημέρα Ηλίου ("Κυριακή") 18 Ιανουαρίου "2015", το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών εόρτασε τα "Θεογάμια", προς τιμήν του γάμου του θεϊκού ζεύγους Ζευς και Ήρας, στο Φιλοσοφικό Αθήναιο Εκατηβόλος, σύμφωνα με τον επίσημο εορταστικό κύκλο της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας
Ζεύς και Ήρα
Η διαρκής και ενδόμυχη αναφορά της Ιλιάδος στον θεϊκό μύθο κορυφώνεται εκεί όπου ο Όμηρος τραγουδά την ερωτική συνεύρεση (ξυνεύρεση) του Διός με την Ήρα. Μόλις είδε ο Ζευς την Ήρα να φθάνει στολισμένη στο Γάργαρον, την κορυφή της υψηλής Ίδης, ο Έρως περιέβαλε από παντού τον σοφό του νου όπως τότε, στην αρχή, που συχνά έσμιγαν με έρωτα οι δυο τους κρυφά από τους αγαπημένους τους γεννήτορες:
«Ήρη δε κραιπνώς προσεβήσετο Γάργαρον άκρον
Ίδης υψηλής ίδε δε νεφεληγερέτα Ζευς
ως δ' ίδεν ως μιν Έρως πυκινάς φρένας αμφεκάλυψεν
οίον ότε πρώτον περ εμισγέσθην φιλότητι
εις ευνήν φοιτώντε φίλους λήθοντε τοκήας»
Αναφορά, εδώ, του Ομήρου, στην πανάρχαιη εποχή κατά την οποίαν ο Ζευς δεν είχε ακόμη εδραιώσει την ολύμπια κυριαρχία στον Κόσμο, είχε όμως ήδη δημιουργήσει δεσμό ερωτικό με την ωραία θεά. Μία εκδοχή του μύθου αφηγείται πως ο Ζευς, επιθυμώντας να συγκινήσει την Ήρα, μετεμορφώθη σε κούκο και έπεσε εμπρός στα πόδια της. Η Ήρα εθέλησε να περιθάλψει το τραυματισμένο, όπως ενόμισε, πτηνό, και το επήρε στον ευωδιαστό της κόρφο... Η Ήρα, λέει ακόμη ο μύθος, είχε από την παιδική της ήδη ηλικία επιλέξει τον Δία για σύζυγό της. Δεν ήθελε όμως, η θεά, να ενδώσει από την αρχή στον έρωτα του Διός και συνευρέθη μαζί του σε ευνή ερωτική μόνον όταν της υποσχέθηκε ότι θα την κάνει επίσημη σύζυγό του, υπόσχεση που πολύ ξεκάθαρα εδήλωνε την δέσμευση του θεού (απέναντι στην Ήρα και απέναντι στην Ρέα) να μοιρασθεί με την Ήρα την μελλοντική κυριαρχία του Κόσμου. Αυτός εστάθη ο κρυφός γάμος της Ήρας και του Διός, καρπός του οποίου είναι ο σοφός Ήφαιστος, πριν ακόμη από την τιτανομαχία, γάμος κρυφός που λέγεται ότι διήρκεσε τριακόσια έτη. Αργότερα, μετά από την αίσια για τους ολυμπίους έκβαση της τιτανομαχίας, η Ήρα έλαβε τη θέση που της αρμόζει στο πλευρό του Διός, με γάμο φανερό, συγκυρίαρχος μαζί με αυτόν του Κόσμου, συνεγγυήτρια, με άλλα λόγια, της ολύμπιας τάξης και άνασσα του Ολύμπου.
Μία άλλη πάλι εκδοχή του μύθου θέλει την Ήρα, κάποτε, στο παρόν των αθανάτων, θυμωμένη με τον αθάνατο σύζυγό της εξ αιτίας των πολλών ερωτικών δεσμών του, να αποφασίζει να χωρίσει από αυτόν και να εγκαταλείπει το ολύμπιο ανάκτορό τους. Η Ήρα κατέφυγε τότε στην Εύβοια και έμενε αμετάπειστη παρά τις προσπάθειες του Διός να την κάνει να επιστρέψει κοντά του. Ο ιερός γάμος που είναι μία τελετουργία των αθανάτων την οποία μιμούνται στη συνέχεια οι θνητοί, σφραγίζει την ένωση του θηλυκού με το αρσενικό στοιχείο, μία ένωση η οποία συνέχει τον Κόσμο με Έρωτα και Πόλεμο, το αρχέγονα αδάμαστο θηλυκό στοιχείο πείθεται στην αρσενική αρχή χωρίς όμως να υποτάσσεται. Ένας ιερός γάμος ένωσε και πάλι τότε τον άνακτα με την άνασσα του Ολύμπου. Διότι, τι άλλο είναι αυτό το οποίο, σύμφωνα προς την εκδοχή ετούτη του μύθου, πράττει ο Ζευς προκειμένου να πείσει την Ήρα να επιστρέψει κοντά του, αν όχι μία τελετή, μία ιεροπραξία ιερού γάμου; Ο Ζευς επήρε ένα ξόανο, προφανώς ξόανο μίας θεάς και το εκάλυψε με ωραίο νυφικό πέπλο. Εφρόντισε ύστερα ώστε η Ήρα να πληροφορηθεί πως εκείνος, έχοντας αποφασίσει να αποδεχθεί τον χωρισμό τους, θα έπαιρνε νέα σύζυγο. Τοποθέτησε το ξόανο σε μία άμαξα στην οποία ήταν ζεμένα δύο βόδια, ιερά ζώα της αρχέγονης μητρότητας και της γεωργίας και η βοώπις πότνια Ήρα, φθάνοντας αμέσως επί τόπου, άρπαξε οργισμένη τον πέπλο της νύφης για να ανακαλύψει την αλήθεια. Το αθάνατο γέλιο της θεάς όταν ανεκάλυψε πως η νύφη ήταν αυτή η ίδια αφού το δικό της ξόανο ήταν βεβαίως κάτω από τον νυφικό πέπλο, εσφράγισε την ανανέωση του ιερού της γάμου με τον Δία. Αυτό είναι το νόημα του μύθου, όμως ο Όμηρος, αν και συνεχώς υπενθυμίζει και θαυμάζει και υμνεί την ατίθασι φύσι της μεγάλης θεάς, θεωρεί τον γάμο της με τον Δία ως ένα συμβάν πρωταρχικό, συντελεσμένο και συνεχώς συντελούμενο στο αιώνιο θεϊκό παρόν των αθανάτων, πάντοτε όμως ως ένα συμβάν που τίποτα δεν δύναται να το ανατρέψει. Έτσι, όσο και να οργίζεται με τον αθάνατο σύζυγό της, όσο και αν εκείνος οργίζεται μαζί της, όταν η αθάνατη Νύκτα έρχεται να απλώσει τον δικό της πέπλο επάνω από αθανάτους και θνητούς, η Ήρα έρχεται πάντοτε να πλαγιάσει στο πλευρό του Διός, στο ολύμπιο δώμα τους. Και όταν υμνεί την μυστική προετοιμασία της Ήρας για να συνευρεθεί στην Ίδη με τον αθάνατο σύζυγό της, ομοιάζει ως εάν το σχέδιο της θεάς να βοηθήσει τους αχαιούς να είναι, η αφορμή μόνον από την οποία ο Όμηρος ξεκινά για να τραγουδήσει τον έρωτα των αθανάτων.
Όταν ο Ζευς είδε την Ήρα να έρχεται έτσι, με φιλότητα και ίμερο, στην Ίδη επάνω, εθυμήθη αμέσως την μεγάλη απαρχή του πρώτου τους έρωτος και την επόθησε ξανά όσο την είχε και τότε ποθήσει. Της ομολόγησε ακόμη ότι τόσο πολύ όσο την επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή δεν είχε ποτέ επιθυμήσει άλλη θεά ή θνητή γυναίκα:«ούτε του Ιξίονος την γυναίκα», είπε ο Ζευς, «που μου εγέννησε τον άξιο ήρωα Πειρίθοον είχα τόσο επιθυμήσει, ούτε τη Δανάη του Ακρίσιου θυγατέρα που τον ένδοξο εγέννησε Περσέα, ούτε του Φοίνικος του ξακουστού την θυγατέρα που τον Μίνωα μου εγέννησε και τον ισόθεο Ραδάμανθυ ή την Αλκμήνη που τον γενναιόψυχο εγέννησε Ηρακλή, ούτε ακόμη την ωραία Σεμέλη που εγέννησε τον Διόνυσο, χαρά για τους θνητούς ή την Δήμητρα, την θεϊκή άνασσα την καλλιπλόκαμο που μου εγέννησε την Περσεφόνη, κι ούτε ακόμη την τιμημένη Λητώ που εγέννησε τον Φοίβο και την Αρτέμιδα αλλά ούτε και εσένα την ίδια τόσο πολύ όσο τώρα σε ποθώ κι ίμερος γλυκός με κυριεύει». Μέσα σε ολίγους στίχους έχουμε μία απαρίθμηση θεαινών και θνητών γυναικών που ενώθησαν με τον Δία. Η απαρίθμηση αυτή, αν και απέχει από το να είναι πλήρης, αρκεί πάντως για να καταδείξει την αδάμαστη ερωτική φύσι του Διός, με το αρσενικό θεϊκό του σφρίγος, ο Ζευς τιθασεύει μία από τις αρχέγονες θεές, την ερατή θεά Ήρα την γεννημένη από το ίδιο όπως και αυτός αθάνατο ζεύγος τιτάνων, που παίρνει πια τη θέση της στο πλευρό του ως θεότητα που τώρα προστατεύει τη γαμήλια ένωση, το θεσμό, αλλά ούτε ο θεός ούτε η θεά χάνουν ποτέ στ' αλήθεια την πρωταρχική ερωτική τους φύσι.
Η Ήρα αποκρίθηκε στα γεμάτα ίμερο λόγια του Διός, λέγοντάς του ότι αν έκανε μαζί του έρωτα επάνω στης Ίδης την υψηλότερη κορυφή, θα μπορούσε ίσως κάποιος από τους άλλους αθανάτους θεούς να τους δει. «Νεμεσσητόν δε κεν είη», αθέμιτο και αντιβαίνον προς το θεϊκό δίκαιο θα ήταν αν κάποιος έβλεπε την άνασσα του Ολύμπου την στιγμή της ένωσή της με τον αθάνατο σύζυγό της. «Αν αυτό συνέβαινε», λέει ακόμη η Ήρα, «δεν θα μπορούσα να επιστρέψω στο πλευρό σου στο ολύμπιο ανάκτορό σου». Τότε ο μέγας Ζευς την καθησύχασε υποσχόμενος να την καλύψει ολόγυρα με νέφος χρυσό, στην αγκαλιά του μέσα, έτσι που και ο Ήλιος ακόμη να μην δύναται με τις ακτίνες του να το διαπεράσει. Και υμνεί τώρα ο αοιδός την ερωτική ένωση των δύο κραταιών θεοτήτων:
«την δ' απαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζευς·
«Ήρη μήτε θεών το γε δείδιθι μήτε τιν' ανδρών
όψεσθαι τοίον τοι εγώ νέφος αμφικαλύψω
χρύσεον ουδ' αν νώι διαδράκοι Ηέλιός περ
ου τε και οξύτατον πέλεται φάος εισοράασθαι»·
η ρα και αγκάς έμαρπε Κρόνου παίς ην παράκοιτιν·
τοίσι δ' υπό χθων δία φύεν νεοθηλέα ποίην
λωτόν θ' ερσήεντα ιδέ κρόκον ηδ' υάκινθον
πυκνόν και μαλακόν ος από χθονός υψόσ' έεργε·
τωι ένι λεξάσθην επί δε νεφέλην έσσαντο
καλήν χρυσείην στιλπναί δ' απέπιπτον έερσαι» ...,
σε νεοελληνική απόδοση (στον βαθμό που μία τέτοια είναι δυνατή):
«και είπε απαντώντας της ο νεφεληγερέτης Ζευς:
«Ήρα, ούτε αθάνατος πως θα σε ιδεί ούτε θνητός
να φοβηθείς· με τέτοιο νέφος τώρα εγώ θα σε καλύψω ολόγυρα
χρυσό· κι εμάς τους δύο ούτε κι αυτός ο Ήλιος θα εδύνατο,
το νέφος διαπερνώντας να μας δει, κι ας διαπερνά τα πάντα με το
άπλετό του φως»·
έτσι της μίλησε και άρπαξε ο υιός του Κρόνου την γυναίκα του αγκαλιά·
και για δική τους χάρη η Χθόνα η αθάνατη έκανε από κάτω να
φυτρώσει νεοθαλής η χλόη
και άγριο τριφύλλι δροσερό και υάκινθο και κρόκο
κι ήταν ο υάκινθος πυκνός και μαλακός, να τους κρατά υψηλά
επάνω απ' το χώμα·
εκεί επλάγιασαν αγκαλιασμένοι οι δυο τους και τους εκάλυψε
ολόχρυση από επάνω ωραία νεφέλη· και κάτω έπεφταν στιλπνές
χρυσοσταλίδες»...
Έτσι ύμνησε των θεών και των ανθρώπων ο ποιητής την ερωτική συνεύρεση του Διός με την Ήρα και ύμνησε μαζί και τη θερμή αγκάλη της κοινής τους Μητέρας. Η Γαία ένιωσε επάνω της να αγκαλιάζονται τα παιδιά των παιδιών της και έκανε να ανθίσει η χλόη, να ανθίσουν ωραία μαλακά και ευώδη άνθη κάτω από το αθάνατο ζεύγος. Φανερή είναι στους στίχους αυτούς, για άλλη μία φορά, η στενή συγγένεια της Ήρας με την Γαία· είναι αρχέγονες θεότητες, μητρικές, που οδηγούν στην αύξηση των πάντων, που τελούν το έργο της Μοίρας, της Ανάγκης και το έργο αυτό τελώντας οδηγούν αθανάτους και θνητούς στην ατραπό του Έρωτος.
Από το βιβλίο της Ουρανίας Τουτουντζή «Θεοί και Ήρωες στην Ιλιάδα», εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη